-
1 ποινο-ποιός
ποινο-ποιός, Rache, Strafe bereitend, vollziehend, αἱ ποινοποιοί, die Rachegöttinnen, Luc. Philopatr. 23.
-
2 ποινοποιος
-
3 ποινοποιός
ποινο-ποιός, Rache, Strafe bereitend, vollziehend; αἱ ποινοποιοί, die Rachegöttinnen
См. также в других словарях:
ποινοποιός — όν, Α 1. αυτός που παίρνει εκδίκηση, που επιβάλλει τιμωρία 2. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ ποινοποιοί οι θεότητες τής εκδίκησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποινή + συνδετικό φωνήεν ο + ποιός*] … Dictionary of Greek